- θεριναί
- θερινόςAër.fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όστριμον — ὄστριμον, τὸ (Α) 1. στάβλος ή κλειστός χώρος όπου ζουν τα ζώα 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐν ᾧ αἱ θεριναὶ μοναὶ τόπος, oἱ δὲ ἔπαυλις». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τη λ. ὄστρακον (πρβλ. λατ. testudo «όστρακο» αλλά και… … Dictionary of Greek